- γόγγρους
- γόγγροςconger-eelmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γογγροκτόνος — γογγροκτόνος, ον (Α) αυτός που σκοτώνει γόγγρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόγγρος + κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος)] … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek